- πλέριος
- -α, -ο, Νπλήρης.επίρρ...πλέριαπλήρως.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλήρης, κατά το ακέριος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλέριος, -ια, -ιο — γεμάτος, τέλειος, ακέριος, ολόκληρος: Πρέπει να είναι πλέρια η ενημέρωση του λαού σε πολιτικά θέματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ολοκληρωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που συντελεί ή αποτελεί ολοκλήρωση, τελειωτικός, συνολικός, ολάκερος, πλέριος: Ολοκληρωτική καταστροφή. 2. (μαθημ.), αυτός που αναφέρεται στην ολοκλήρωση ή το ολοκλήρωμα· «Ολοκληρωτικός λογισμός», κλάδος των μαθηματικών για … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)